καθετήριον

καθετήριον

καθετήριον, ὄργανον, = καϑετήρ 1, Aret.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθετήριον — καθετήριον, τὸ (Α) [καθίημι] 1. κομμάτι από λινό ύφασμα που τίθεται μέσα σε πληγή για απορρόφηση υγρών 2. φρ. «τὸ ὄργανον τὸ καθετήριον» όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ (Αρετ.) …   Dictionary of Greek

  • καθετηρίου — καθετήριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”