- καλιστρέω
καλιστρέω, verstärktes καλέω (vgl. βωστρέω u. βοάω), Callim. Dian. 67 Cer. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλιστρέω, verstärktes καλέω (vgl. βωστρέω u. βοάω), Callim. Dian. 67 Cer. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλιστρεῖ — καλιστρέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καλιστρέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιστρῶ — καλιστρέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) καλιστρέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαλίστρουν — καλιστρέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) καλιστρέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιστρεῖν — καλιστρέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωστρώ — βωστρῶ ( έω) (Α) φωνάζω, καλώ κάποιον (συνήθως για να με βοηθήσει). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό από βω < βοάω, ώ*, με συναίρεση (πρβλ. ελαστρέω, ώ του ελαύνω, καλιστρέω, ώ του καλώ) και ονοματικό επίθημα τερ / τρο ] … Dictionary of Greek
καλιστρέων — καλίστρα fem gen pl (epic ionic) καλιστρέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κυλίστρα place for horses to roll in fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)