- ζα-θερές
ζα-θερές, καῦμα, sehr heiß, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζα-θερές, καῦμα, sehr heiß, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρησκεύω — (ΑΜ θρησκεύω) 1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι) εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα τής θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές μσν. αρχ. 1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω 2. πιστεύω, αποδέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος … Dictionary of Greek
dher-2, dherǝ- — dher 2, dherǝ English meaning: to hold, support Deutsche Übersetzung: “halten, festhalten, stũtzen” Material: O.Ind. dhar “hold, stop, bear, carry, prop, support, receive, hold upright “ (present mostly dhüra yati; perf. dadhü… … Proto-Indo-European etymological dictionary