- προ-ῆμαρ
προ-ῆμαρ, adv., den ganzen Tag, Simonds. mul. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ῆμαρ, adv., den ganzen Tag, Simonds. mul. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προνύξ — Α επίρρ. όλη νύχτα, καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νύξ (πρβλ. προ ῆμαρ)] … Dictionary of Greek
προήμαρ — Α επίρρ. όλη την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἦμαρ ως επίρρ. «κατά τη διάρκεια τής ημέρας»] … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
πρόπας — πασα, παν, Α 1. όλος, ολόκληρος (α. «πρόπαν ἦμαρ», Ομ. Ιλ. β. «πρόπασα χώρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόπαν τελείως, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πᾶς, πᾶσα, πᾶν] … Dictionary of Greek