- προ-ώλης
προ-ώλης, ες, vorher verdorben, unglücklich, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ώλης, ες, vorher verdorben, unglücklich, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειώλης — λειώλης, ες (Α) επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση τού επιρρ. λείως + ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ ώλης, προ ώλης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
προώλης — ες / προώλης, ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, ῶλες, Α φρ. «εξώλης και προώλης» ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα αρχ. τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω… … Dictionary of Greek