καθ-αυτό

καθ-αυτό

καθ-αυτό, = καϑ' αὑτό, an und für sich, absolut, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… …   Wikipedia

  • Πράσινο Ακρωτήριο — Συγκρότημα νησιών στις δυτικές ακτές της Αφρικής, δυτικά της Σενεγάλης.Tο αρχιπέλαγος του Πράσινου Aκρωτηρίου είναι μια πρώην αποικιακή κτήση της Πορτογαλίας με το όνομα Nησιά του Πράσινου Aκρωτηρίου, στα ανοιχτά των δυτικών ακτών της Aφρικής,… …   Dictionary of Greek

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • ВЕЩЬ В СЕБЕ — [нем. Ding an sich], философский термин, обозначающий бытие вещей самих по себе безотносительно к их познанию (к тому как они «являются» или познаются). В. в с. центральное понятие философии И. Канта, в своем основании восходящее к принятому уже… …   Православная энциклопедия

  • АБСОЛЮТ — абсолютное [лат. absolutus отрешенный, неограниченный, безусловный, безотносительный, совершенный, полный], термин философии и богословия. Происхождение термина не установлено, тем не менее прослеживаются его религиозно культовые, юридические и… …   Православная энциклопедия

  • ЗЛО — [греч. ἡ κακία, τὸ κακόν, πονηρός, τὸ αἰσχρόν, τὸ φαῦλον; лат. malum], характеристика падшего мира, связанная со способностью разумных существ, одаренных свободой воли, уклоняться от Бога; онтологическая и моральная категория, противоположность… …   Православная энциклопедия

  • κινητικός — ή, ό (ΑΜ κινητικός, ή, όν) ο ικανός να κινεί κάτι ή να προσδίδει κίνηση σε κάτι (α. «κινητικά νεύρα», Γαλ. β. «τῶν κινητικῶν μορίων», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κίνηση 2. αυτός που κινείται 3. το θηλ. ως ουσ. η κινητική κλάδος …   Dictionary of Greek

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”