- καλαυρόπιον
καλαυρόπιον, τό, dim. von καλαῦροψ, Artemid. 4, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαυρόπιον, τό, dim. von καλαῦροψ, Artemid. 4, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαυρόπιον — καλαυρόπιον, τὁ (Α) υποκορ. τού καλαύροψ* … Dictionary of Greek
καλαυρόπιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)