- καθαρο-δίαιτος
καθαρο-δίαιτος, ein reines Leben führend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθαρο-δίαιτος, ein reines Leben führend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθαροδίαιτος — καθαροδίαιτος, ον (Μ) αυτός που ζει καθαρό, ανεπίληπτο, άμεμπτο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + δίαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής»), πρβλ. λιτο δίαιτος, ολιγο δίαιτος] … Dictionary of Greek