καθαρμός

καθαρμός

καθαρμός, , das Reinigen, die Reinigung, bec. von Schuld u. Verbrechen, Sühnung, auch Sühnopfer u. alle zu feierlichen Entsühnungen nöthigen Gebräuche; ὅταν ἀφ' ἑστίας μύσος πᾶν ἐλάσῃ καϑαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962, vgl. 1005; καϑαρμοῖς ἠλάϑη χοιροκτόνοις Eum. 273; Spt. 720; Soph. O. R. 99. 1228; ϑ οῠ νῠν καϑαρμὸν τῶνδε δαιμόνων, versöhne sie, O. C. 467; καϑαρμὸν ϑύειν Eur. I. T. 1332, vgl. Bacch. 77; καϑαρμὸν τῆς χώρης ποιεῖσϑαί τινα, Einen als Sühnopfer für ein Land schlachten, Her. 7, 197; λύσεις καὶ καϑαρμοὶ ἀδικημάτων Plat. Rep. II, 364 e; καϑαρμῶν τε καὶ τελετῶν τυχοῠσα Phaedr. 244 e; bes. hieß der unterste Grad der eleusinischen Weihen so, Phaed. 69 c. – Auch von der Reinigung der Frauen, Arist. H. A. 7, 10, vom Purgiren, Plut. san. tu. 134 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθαρμός — cleansing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… …   Dictionary of Greek

  • καθαρμός — ο 1. καθαρισμός. 2. μτφ., εξιλασμός, εξαγνισμός, εξιλέωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαρμοῖς — καθαρμός cleansing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμοῖσι — καθαρμός cleansing masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμοῖσιν — καθαρμός cleansing masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμοί — καθαρμός cleansing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμοῦ — καθαρμός cleansing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμούς — καθαρμός cleansing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμῶν — καθαρμός cleansing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμῷ — καθαρμός cleansing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”