καθαρός

καθαρός

καθαρός, rein, unbefleckt; εἵματα Od. 6, 61; ἐν καϑαρῷ, sc. τόπῳ, in freiem Raume, freiem Felde, wo Nichts im Wege ist, ὅϑι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος, Il. 8, 491. 10, 199. 23, 61; vgl. οἰκεῖν ἐν καϑαρῷ, im Freien wohnen, Plat. Rep. VII, 520 e, wie ἐν καϑαροῖς Legg. X, 910; wohin auch Soph. O. C. 1575 ἐν καϑαρῷ βῆναι zu ziehen, den Weg rein lassen; ἐν καϑαρῷ λειμῶνι, auf freier Wiese. Theocr. 26. 5; ϑάνατος, ein ehrlicher, schmachloser Tod, durch das Schwert, nicht den Strick, Od. 22, 462; so Folgde im eigtl. Sinne u. übertr. von sittlicher Reinheit; λέβης Pind. Ol. 1, 26; φέγγος, rein, ungetrübt. hell, P. 9, 90, wie φάος 6, 14 (vgl. ἐν αὐγῇ καϑαρᾷ Plat. Phaedr. 250 c, ἐν ἡλίῳ καϑαρῷ 239 c, καὶ λαμπρόν Tim. 72 c); ἀρετή 5, 2 u. öfter; καϑαροῖσι βωμοῖς ϑεοὺς ἀρέσονται Aesch. Suppl. 641; χεῖρες Eum. 303; Soph. O. C. 554; δόμος Eur. I. T. 1231; οὐκέτι καϑαρὰν φρέν' ἔχω Hipp. 1120, unverfälscht, ächt, wahrhaft, καϑαρὸς Τίμων Ar. Av. 154; δοῦλος, ἀπηκριβωμένος erkl. B. A. 105, 5, aus Antiphan.; ποταμοί u. ä., Her. 4, 53; τινός, rein wovon, 2, 38; τὸ ἐμποδὼν ἐγένετο καϑαρόν, das Hinderniß war aus dem Wege geräumt, 7, 183; στρατός 1, 211, wie τὸ καϑαρὸν τοῦ στρατοῦ, der gesunde Theil des Heeres, im Ggstz von ἀσϑενεῖς, 4, 135; ὁ τῶν κακῶν καϑαρὸς τόπος Plat. Theaet. 177 a; ἂν μὴ καϑαρὸς ᾐ τὰς χεῖρας φόνου Legg. IX, 864 e; τὸ καϑαρὸν καὶ τὸ ἀληϑές Phil. 79 e; καὶ εἱλικρινές 52 d; καὶ ἄκρατος νοῠς Xen. Cyr. 8, 7, 20; Sp., οὐ μόνον τὰς χεῖρας δεῖ καϑαρὰς ἔχειν τὸν στρατηγόν, ἀλλὰ καὶ τὰς ὄψεις Plut. Pericl. 8; τὸ καϑαρόν, die Reinheit, Them. 4; – καϑαραὶ ψῆφοι, reine Rechnung, die richtig ist, aufgeht, ἂν μηδὲν περιῇ, Dem. 18, 227; auch von der Reinheit des Styls. – Adv. καϑαρῶς, καὶ ἁγνῶς ἔρδειν ἱερά Hes. O. 334, Folgde, καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελϑεῖν Plat. Phaed. 108 e, καὶ δικαίως Soph. 253 e, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθαρός — physically clean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καθαρός, Μιχαήλ — (14ος αι.).Νόθος γιος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δευτερότοκου γιου του Ανδρόνικου B’ (1282 1328), και της Καθαράς, θεραπαινίδας της συζύγου του, από την οποία πήρε το επώνυμό του. Ο παππούς του, Ανδρόνικος B’, επειδή δυσαρεστήθηκε από την… …   Dictionary of Greek

  • καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρώτερον — καθαρός physically clean adverbial comp καθαρός physically clean masc acc comp sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτάτων — καθαρός physically clean fem gen superl pl καθαρός physically clean masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτέραις — καθαρός physically clean fem dat comp pl καθαρωτέρᾱͅς , καθαρός physically clean fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτέρων — καθαρός physically clean fem gen comp pl καθαρός physically clean masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρόν — καθαρός physically clean masc acc sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρώτατα — καθαρός physically clean adverbial superl καθαρός physically clean neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”