- καλυπτήριον
καλυπτήριον, τό, Decke, Deckel, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλυπτήριον, τό, Decke, Deckel, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλυπτήριος — α, ο (Α καλυπτήριος, ον) [καλυπτήρ] νεοελλ. 1. ο χρήσιμος για κάλυψη («καλυπτήριο πρόχωμα») 2. βιολ. φρ. α) «καλυπτήρια όργανα» τα όργανα που καλύπτουν την επιφάνεια και τις κοιλότητες τού σώματος β) «καλυπτήριο σύστημα» το περίβλημα τού σώματος… … Dictionary of Greek