καλυπτήρ

καλυπτήρ

καλυπτήρ, ῆρος, ὁ, der Verhüllende, der Schleier, die Decke, Arist. Probl. 20, 9 u. Sp.; Deckel, D. Sic. 18, 26; Dachziegel, D. Hal. 6, 92 Poll. 10, 157; die Flügelfedern der Raubvögel, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλυπτήρ — covering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυπτῆρα — καλυπτήρ covering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυπτῆρας — καλυπτήρ covering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυπτῆρες — καλυπτήρ covering masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυπτῆρι — καλυπτήρ covering masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυπτῆρσι — καλυπτήρ covering masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυπτῆρσιν — καλυπτήρ covering masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυπτήρων — καλυπτήρ covering masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυπτήρας — ο (Α καλυπτήρ, ῆρος) [καλύπτω] το μέσο με το οποίο καλύπτεται κάτι, κάλυμμα, σκέπασμα αρχ. 1. περίβλημα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. επικάλυμμα, επίθεμα, πώμα («ἐπάνω δὲ τῆς θήκης ἐπετίθετο καλυπτὴρ χρυσοῦς», Διόδ.) 3. θήκη, θηκάρι 4. στον πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • καλυπτήριος — α, ο (Α καλυπτήριος, ον) [καλυπτήρ] νεοελλ. 1. ο χρήσιμος για κάλυψη («καλυπτήριο πρόχωμα») 2. βιολ. φρ. α) «καλυπτήρια όργανα» τα όργανα που καλύπτουν την επιφάνεια και τις κοιλότητες τού σώματος β) «καλυπτήριο σύστημα» το περίβλημα τού σώματος… …   Dictionary of Greek

  • καλυπτηρίζω — (Α) [καλυπτήρ] επιγρ. σκεπάζω, στεγάζω με κεραμίδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”