κνησί-χρῡσος

κνησί-χρῡσος

κνησί-χρῡσος, Gold reibend, heißt die Feile, ῥίνη, Philp. 16 (VI, 92).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κερόχρυσος — κερόχρυσος, ον (Α) αυτός που έχει χρυσά κέρατα, χρυσοκέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + χρυσός (< χρυσός), πρβλ. αμμό χρυσος, κνησί χρυσος] …   Dictionary of Greek

  • κνησίχρυσος — κνησίχρυσος, ον (Α) φρ. «ῥίνη κνησίχρυσος» λίμα με την οποία ο χρυσοχόος ξύνει το χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνησι (< κνώ «ξύνω») + χρυσος < χρυσός), πρβλ. αργυρό χρυσος, επί χρυσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”