- κνησμονή
κνησμονή, ἡ, = κνησμός, Ep. ad. 445 (App. 304) u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνησμονή, ἡ, = κνησμός, Ep. ad. 445 (App. 304) u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνησμονῇ — κνησμονή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμονή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμονή — η (AM κνησμονή) ο κνησμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνῆσμα (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα)] … Dictionary of Greek
κνησμοναῖς — κνησμονή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμοναί — κνησμονή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμονῆς — κνησμονή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμονήν — κνησμονή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμονικός — κνησμονικός, ή, όν (Μ) [κνησμονή] αυτός που ανήκει σε κνησμονή … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
κνησμονάς — κνησμονά̱ς , κνησμονή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary