- κνηστικός
κνηστικός, juckend, reizend, λόγοι Schol. Eur. Hipp. 304.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνηστικός, juckend, reizend, λόγοι Schol. Eur. Hipp. 304.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνηστικός — ή, ό (Α κνηστικός, ή, όν) [κνηστός] αυτός που προκαλεί ερεθισμό. επίρρ... κνηστικῶς (Α) με ερεθιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
κνηστικοῖς — κνηστικός irritating masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηστικῶς — κνηστικός irritating adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)