κνηστός

κνηστός

κνηστός, adj. verb. zu κνάω, gekratzt, geschabt; ἄρτος Ath. III, 111 d, vgl. XII, 516 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνηστός — κνηστός, ή, όν (Α) [κνω] 1. ξυσμένος 2. κατακομμένος («λάχανα κνηστά», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κνηστός — scraped masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνηστά — κνηστός scraped neut nom/voc/acc pl κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc/acc dual κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνηστόν — κνηστός scraped masc acc sg κνηστός scraped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνηστοῦ — κνηστός scraped masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνηστῷ — κνηστός scraped masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήστ' — κνηστί , κνηστίς hollow hair pin fem voc sg κνηστά , κνηστός scraped neut nom/voc/acc pl κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc/acc dual κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc sg (doric aeolic) κνηστέ , κνηστός scraped masc voc sg κνησταί , κνηστός …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνιστός — κνιστός, ή, όν (Α) (εσφ. γρφ.) κνηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. τού κνηστός*] …   Dictionary of Greek

  • κνηστικός — ή, ό (Α κνηστικός, ή, όν) [κνηστός] αυτός που προκαλεί ερεθισμό. επίρρ... κνηστικῶς (Α) με ερεθιστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”