- κναδάλλω
κναδάλλω, von κνάω, wie ψαϑάλλω von ψάω gebildet, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κναδάλλω, von κνάω, wie ψαϑάλλω von ψάω gebildet, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κναδάλλω — (Α) ξύνω, κνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα κναίω, κνώδαλο και ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *kenә d τής ΙΕ ρίζας *ken «ξύνω», τής οποίας εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *kn d ] … Dictionary of Greek