κανδηλο-σβέστης

κανδηλο-σβέστης

κανδηλο-σβέστης, , der das Licht, candela, auslöscht, Schol. Nic. Ther. 763.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηροσβέστης — και κεροσβήστης, ο εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το σβήσιμο τών αναμμένων κεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + σβέστης (< σβέννυμι), πρβλ. κανδηλο σβέστης, πυρο σβέστης) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”