- κακῑότερος
κακῑότερος, compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακῑότερος, compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακιότερος — κακιότερος, α, ον (Α) κακίων, πιο κακός, χειρότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος] … Dictionary of Greek