- κακ-ώλεθρος
κακ-ώλεθρος, sehr verderblich, bei Schol. Soph. El. 496 Erkl. von μιαίφονος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ-ώλεθρος, sehr verderblich, bei Schol. Soph. El. 496 Erkl. von μιαίφονος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… … Dictionary of Greek
κακώλεθρος — κακώλεθρος, ον (Α) πολύ καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος, παν ώλεθρος] … Dictionary of Greek