- προ-μήθεια
προ-μήθεια, ion. προμηϑίη, ἡ, Vorsicht, Klugheit; προμάϑειαν φέρει νόῳ, Pind. I. 1, 40; Her. 3, 36; ἐν πολλῇ προμηϑίῃ ἔχειν τινά, Einen mit vieler Rücksicht, Achtung behandeln, 1, 88, προμήϑειαν λαβεῖν, Aesch. Suppl. 175; προμήϑ ειάν τινα ἔχοντες τοῦ βελτίστου περὶ τὴν τέχνην, Plat. Gorg. 501 b, vgl. Rep. IV, 441 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.