- προ-μήκης
προ-μήκης, ες, vorn lang od. länglich zugehend, oblong Plat. Tim. 54 a u. öfter; auch ἀριϑμός, Theaet. 148 a, wie 2 mal 4 = 8, 4. 8 = 32, Nicom. arithm. 2, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-μήκης, ες, vorn lang od. länglich zugehend, oblong Plat. Tim. 54 a u. öfter; auch ἀριϑμός, Theaet. 148 a, wie 2 mal 4 = 8, 4. 8 = 32, Nicom. arithm. 2, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταμήκης — καταμήκης, ες (Α) πολύ μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. επι μήκης, προ μήκης] … Dictionary of Greek
υπερμήκης — ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α 1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός 2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός 3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μήκης (< μῆκος) … Dictionary of Greek
προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… … Dictionary of Greek