- γαιη-γενής
γαιη-γενής, = γηγενής, Ap. Rh. 3, 1186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαιη-γενής, = γηγενής, Ap. Rh. 3, 1186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κυβεληγενής — Κυβεληγενής, ές (Α) (επίθ. τής Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύβελον + γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη γενής, Πυλη γενής. Το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη γενής)] … Dictionary of Greek
κυθηγενής — κυθηγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυθ τού κεύθω «κρύβω, κρατώ κάτι κρυφό» γενής (< γένος) το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη γενής, θεη γενής)] … Dictionary of Greek
γαιηγενής — γαιηγενής, ές (Α) ο γηγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιη < γαία + γενής < γένος] … Dictionary of Greek