κακο-γείτων

κακο-γείτων

κακο-γείτων, ονος, ὁ, Unglücksgefährte; Soph. Phil. 689 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα παρ' ᾡ στόνον ἀποκλαύσειεν, keinen Gefährten des Unglücks, od. mit στόνος verbunden, das Geseufz über das Unglück, das wieder ein unangenehmer Genosse ist, vgl. Lob. Phryn. 601; κακογείτονες ἐχϑροί Callim. Cer. 118.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλησιογείτων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει άμεσα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + γείτων (πρβλ. κακο γείτων)] …   Dictionary of Greek

  • φιλογείτων — ον, Α ο φιλικός προς τους γείτονές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γείτων «γείτονας» (πρβλ. κακο γείτων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”