- κακο-γράφος
κακο-γράφος, schlecht schreibend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-γράφος, schlecht schreibend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωογράφος — ο (Α ζωογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. ο ζωογράφος α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2) αρχ. μτγν. τ. αντί… … Dictionary of Greek
κομψογράφος — ο, η αυτός που γράφει με κομψότητα, με καλλιέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + γράφος* (πρβλ. κακο γράφος, παλαιο γράφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
θεογράφος — θεογράφος, ον (Μ) αυτός που γράφει για τον,θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γράφος (< γράφω), πρβλ. ζωγράφος κακο γράφος] … Dictionary of Greek
κακογράφος — ο, η (Μ κακογράφος) αυτός που γράφει δυσανάγνωστα, που έχει κακό γραφικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γράφος* (πρβλ. ορθο γράφος, ψευδο γράφος). Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην … Dictionary of Greek