- κακο-εργής
κακο-εργής, ές, = κακοεργός, ϑυμός, βία, Man. 1, 315. 249.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-εργής, ές, = κακοεργός, ϑυμός, βία, Man. 1, 315. 249.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθυεργής — εὐθυεργής, ές (Α) ο κατεργασμένος με επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + εργής (< έργον) πρβλ. ευ εργής, κακο εργής] … Dictionary of Greek
νεοεργής — νεοεργής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ εἰργασμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. κακο εργής] … Dictionary of Greek