- κακο-τέχνιον
κακο-τέχνιον, τό, = κακοτεχνία, wie Poll. 8, 37 aus Lys. κακοτεχνίου δίκην anführt, s. oben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-τέχνιον, τό, = κακοτεχνία, wie Poll. 8, 37 aus Lys. κακοτεχνίου δίκην anführt, s. oben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιτέχνιον — ἡμιτέχνιον, τὸ (Α) μισή, παρακατιανή τέχνη, δηλαδή τέχνη που δεν απαιτεί ειδική εξάσκηση και δεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τεχνίον (< τέχνη), πρβλ. κακο τέχνιον, χειρο τέχνιον] … Dictionary of Greek