- κακο-τέρμων
κακο-τέρμων, ον, einen üblen Ausgang habend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-τέρμων, ον, einen üblen Ausgang habend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοτέρμων — ὁμοτέρμων, ον (Α) αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, αυτός που συνορεύει με άλλον, γειτονικός («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῑαν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τέρμων, ονος «όριο, σύνορο» (πρβλ. κακο τέρμων)] … Dictionary of Greek