- κακοσκηνής
κακοσκηνής, ές, von scheußlichem Körper, ἀνήρ Crinag. 37 (VII, 401).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοσκηνής, ές, von scheußlichem Körper, ἀνήρ Crinag. 37 (VII, 401).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοσκήνης — κακοσκήνης, ες (Α) αυτός που έχει άσχημο σώμα, κακό σκήνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σκῆνος «σώμα»] … Dictionary of Greek