- κακο-σκελής
κακο-σκελής, ές, mit schlechten, dünnen, schwachen Beinen, ἵπποι Xen. Mem. 3, 3, 4; Poll. 2, 193.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-σκελής, ές, mit schlechten, dünnen, schwachen Beinen, ἵπποι Xen. Mem. 3, 3, 4; Poll. 2, 193.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπροσκελής — ές, Μ αυτός που έχει σαπρά, σάπια σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, κακο σκελής] … Dictionary of Greek
φοινικοσκελής — ές, Α αυτός που έχει κόκκινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, κακο σκελής] … Dictionary of Greek