κακο-πρᾱγής

κακο-πρᾱγής

κακο-πρᾱγής, ές, unglücklich, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καινοπραγώ — καινοπραγῶ, έω (Μ) κάνω κάτι νέο και ασυνήθιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πραγῶ (< πραγής < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγ α), πρβλ. αδικο πραγώ, κακο πραγώ] …   Dictionary of Greek

  • κακοπραγής — κακοπραγής, ές (Α) αυτός που κάνει κάτι κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραγής < θ. πραγ , πρβλ. πέπραγα τού πράττω*] …   Dictionary of Greek

  • νεοπραγώ — νεοπραγῶ, έω (Α) καινοτομώ, νεωτερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πραγῶ (< πραγής < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγ α), πρβλ. αδικο πραγώ, κακο πραγώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”