- κακο-πρᾱγία
κακο-πρᾱγία, ἡ, Unglück in Unternehmungen, übh. Unglück; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Thuc. 2, 60; αἱ ἐν τῷ ζῆν κ. Arist. pol. 4, 11; Sp. – Schlechtigkeit, neben πανουργία, Artemid. 4, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-πρᾱγία, ἡ, Unglück in Unternehmungen, übh. Unglück; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Thuc. 2, 60; αἱ ἐν τῷ ζῆν κ. Arist. pol. 4, 11; Sp. – Schlechtigkeit, neben πανουργία, Artemid. 4, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθραιοπραγώ — λαθραιοπραγῶ, έω (Α) ενεργώ κρυφά, κάνω πράξεις μυστικές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + πραγῶ < πραγία < θ. πραγ (πρβλ. πέ πραγ α, παρακμ. τού πράσσω), πρβλ. δικαιο πραγώ, κακο πραγώ] … Dictionary of Greek