- καινίτα
καινίτα, ἡ, u. καινίτης, ὁ, nach Hesych. Schwester, Bruder.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινίτα, ἡ, u. καινίτης, ὁ, nach Hesych. Schwester, Bruder.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… … Dictionary of Greek