- καινο-πηγής
καινο-πηγής, ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινο-πηγής, ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοπηγής — νεοπηγής, ές (Α) 1. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε πριν από λίγο 2. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ πηγής, καινο πηγής] … Dictionary of Greek