- κακό-μορος
κακό-μορος, dasselbe, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-μορος, dasselbe, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] … Dictionary of Greek