- κακό-μορφος
κακό-μορφος, mißgestaltet, häßlich, ἡ, Marc. Arg. 7 (V, 89).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-μορφος, mißgestaltet, häßlich, ἡ, Marc. Arg. 7 (V, 89).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
οξύμορφος — ὀξύμορφος, ον (Μ) αυτός που έχει οξεία μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μορφος (< μορφή), πρβλ. κακό μορφος] … Dictionary of Greek
φαιδρόμορφος — ον, Α αυτός που έχει φαιδρή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + μορφος (< μορφή), πρβλ. κακό μορφος] … Dictionary of Greek