κακό-γονος

κακό-γονος

κακό-γονος, zum Unglück geboren, Schol. Soph. O. R. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… …   Dictionary of Greek

  • υγρόγονος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που γεννιέται μέσα στην υγρασία ή μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κακό γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τύπο παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • κακόγονος — κακόγονος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί για το κακό, για τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. παλαιό γονος, πρωτό γονος] …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • ομοιογονία — ὁμοιογονία, ἡ (Α) γέννηση όμοιων απογόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γονία (< γονος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κακο γονία] …   Dictionary of Greek

  • υστερογονία — ἡ, ΜΑ (με περιλπτ. σημ.) οι απόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + γονία (< γονος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κακο γονία] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Γκόρκι, Μαξίμ — (Maksim Gorky, Νίζνι Νόβγκοροντ 1868 – Μόσχα 1936). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ. Ήταν γόνος οικογένειας βιοτεχνών. Έχασε μικρός τους γονείς του και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των γονιών της μητέρας …   Dictionary of Greek

  • Γουέλς, Χέρμπερτ Τζορτζ — (George Herbert Wells, Μπρόμλεϊ, Κεντ 1866 – Λονδίνο 1946). Άγγλος συγγραφέας και κοινωνιολόγος. Γόνος φτωχής οικογένειας, κατόρθωσε με υποτροφία να φοιτήσει στο Βασιλικό Κολέγιο Επιστημών, όπου σπούδασε με τον Τόμας Χένρι Χάξλεϊ, οι εξελικτικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”