- κακό-γλωσσος
κακό-γλωσσος, von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-γλωσσος, von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνόγλωσσος — η, ό (Α κυνόγλωσσος, ον) 1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα τού σκύλου 2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες αρχ. 1. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
μακρόγλωσσος — η, ο 1. αυτός που έχει μακριά γλώσσα 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από μακρογλωσσία 3. το αρσ. ως ουσ. ο μακρόγλωσσος ζωολ. α) γένος λεπιδόπτερων εντόμων, πεταλούδα, τής οικογένειας sphingidae β) γένος χειρόπτερων θηλαστικών, νυχτερίδα, τής… … Dictionary of Greek
μιαρόγλωσσος — μιαρόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει μιαρή γλώσσα, αισχρολόγος, βρομόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό γλωσσος] … Dictionary of Greek
μικρόγλωσσος — η, ο αυτός που εμφανίζει μικρογλωσσία, που έχει πολύ μικρή γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό γλωσσος] … Dictionary of Greek
πυρσοφορόγλωσσοι — oἱ, Μ προσωνυμία τών αποστόλων κατά την ημέρα τής Πεντηκοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσοφόρος + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. κακό γλωσσος] … Dictionary of Greek
χυδαιόγλωσσος — η, ο, Ν αυτός που χρησιμοποιεί χυδαία, απρεπή γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Χρ. Φιλητά] … Dictionary of Greek
κακόγλωσσος — η, ο (AM κακόγλωσσος, ον) αυτός που έχει κακή γλώσσα, κακολόγος, κουτσομπόλης αρχ. 1. (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα λόγια της κακό στον εαυτό της 2. φρ. «βοή κακόγλωσσος» κραυγή που προμηνύει κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γλωσσος (<… … Dictionary of Greek