- κακό-φρων
κακό-φρων, ον, übelgesinnt, böswillig; πραπίδων καρπός Pind. frg. 230; ὦ κακόφρων ἄναξ Eur. Heracl. 373; μέριμνα, die Seele betrübend, Aesch. Ag. 100; – unverständig, thöricht, Or. 822; Soph. Ant. 1091.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-φρων, ον, übelgesinnt, böswillig; πραπίδων καρπός Pind. frg. 230; ὦ κακόφρων ἄναξ Eur. Heracl. 373; μέριμνα, die Seele betrübend, Aesch. Ag. 100; – unverständig, thöricht, Or. 822; Soph. Ant. 1091.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λατινόφρων — ον (Μ λατινόφρων, ον) αυτός που ασπάζεται τα δόγματα τής Δυτικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατῖνος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κακό φρων, κοινό φρων] … Dictionary of Greek
πονηρόφρων — ον, Α αυτός που σκέπτεται πονηρά και δόλια, κακόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κακό φρων] … Dictionary of Greek
κακόφρων — κακόφρων, ον (AM) 1. αυτός που έχει κακό φρόνημα, κακές διαθέσεις, ο δυσμενὴς («κακόφρων μέριμνα», Αισχύλ.) 2. άφρων, απερίσκεπτος («κακόφρων τ ἀνδρῶν παράνοια», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ φρων, πιστό… … Dictionary of Greek