κακό-υπνος

κακό-υπνος

κακό-υπνος, Erkl. von ἄϋπνος, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νήδυμος — η, ο (ΑΜ νήδυμος, ον) 1. (για ύπνο) ήρεμος, βαθύς, αδιατάρακτος 2. (γενικά) γλυκός, ευχάριστος, θελκτικός («νήδυμον ὕδωρ», Nόνν.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νήδυμος ο ύπνος («κοιμάται τον νήδυμο») μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νήδυμα α)… …   Dictionary of Greek

  • κακόυπνος — η, ο (Α κακόϋπνος, ον) νεοελλ. αυτός που κοιμήθηκε άσχημα, που έκανε κακό ύπνο ή που κάνει συνήθως κακό, ταραγμένο ύπνο αρχ. (στον Ησύχ.) γλώσσα τής λ. άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ὕπνος] …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • ανιμισμός — Θεωρία που αποδίδει όλα τα φυσικά φαινόμενα σε μια πνευματική δύναμη ή ψυχή (από το λατινικό anima)ξεχωριστή από την ύλη. Στη βιολογία και στην ψυχολογία, o α. βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ψυχή είναι άυλο στοιχείο, που συνεργάζεται με το σώμα… …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • ψοφολόγημα — το, Ν [ψοφολογώ] 1. το αποτέλεσμα τού ψοφολογώ, το να είναι κανείς ετοιμοθάνατος 2. συνεκδ. α) αρρώστια β) πολύ βαρύς ύπνος 3. φρ. «κακό ψοφολόγημα νά χει» (ως κατάρα) να πεθάνει …   Dictionary of Greek

  • Μπερλιόζ, Λουί Εκτόρ — (Luis Hector Berlioz, Λα Κοτ Σεντ Αντρέ 1803 – Παρίσι 1869). Γάλλος συνθέτης. Η σπάνια προσωπικότητά του μόνο τελευταία εκτιμήθηκε, στην έκταση της πολύμορφης δραστηριότητάς του ως μελετητή, μαχητή, συνθέτη, διευθυντή ορχήστρας και τέλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”