- κακό-τακτος
κακό-τακτος, Erkl. von δύστακτος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-τακτος, Erkl. von δύστακτος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιότακτος — ἰδιότακτος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰδιόρρυθμος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τακτος (< τακτός < τάσσω), πρβλ. ά τακτος, κακό τακτος] … Dictionary of Greek