κακό-τεχνος

κακό-τεχνος

κακό-τεχνος, böse Künste anwendend, arglistig, boshaft; δόλος Il. 15, 14, vgl. κακοτεχνής; – von schlechter Kunst, σχήματα ὀρχηστρίδος Automed. 3 (V, 129), wie κακοτεχνότατον κίνημα Philodem. 21 (V, 132), von wollüstigen Tänzen; ᾠδαὶ κακ. καὶ κακόζηλοι Plut. Symp. 7, 5, 4; τέχναι S. Emp. adv. rhet. 36. – Adv. bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευρεσίτεχνος — η, ο (Α εὑρεσίτεχνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αρχ. αυτός που ανακαλύπτει τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, κακό τεχνος) …   Dictionary of Greek

  • εύτεχνος — εὔτεχνος, ον (ΑΜ) (για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος αρχ. (για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης τής τέχνης. επίρρ... εὐτέχνως (ΑΜ) επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό… …   Dictionary of Greek

  • ισότεχνος — ἰσότεχνος, ον (Α) ίσος με κάποιον άλλο στην τέχνη ή στην επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος, ομοιό τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίτεχνος — η, ο (Α καλλίτεχνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία αρχ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ καλλίτεχνος αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος,… …   Dictionary of Greek

  • πάντεχνος — ον, Α χρήσιμος για όλες τις τέχνες («παντέχνου πυρὸς σέλας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και …   Dictionary of Greek

  • χειρότεχνος — ὁ, Α ο χειροτέχνης. επίρρ... χειροτέχνως Α χειροτεχνικῶς*, με τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χειροτέχνης, κατά τα σύνθ. σε τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”