κακό-σχημος

κακό-σχημος

κακό-σχημος, = Folgdm, Hdn. epimer. 177.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόσχημος — ἑτερόσχημος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα ή μορφή αρχ. αυτός που δεν είναι τακτικός ή κανονικός, ο ακανόνιστος, ο άτακτος («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σχημος (< σχήμα), (πρβλ. κακό σχημος, εύ… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσχημος — η, ο (ΑM μεγαλόσχημος, ον) 1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης 2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό τού ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μικρόσχημος — η, ο (Μ μικρόσχημος, ον) (για μοναχό, μοναχή) αυτός που φορά το «μικρό σχήμα», δηλ. μοναχικό ένδυμα, διότι ανήκει στη δεύτερη από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι μοναχοί, αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός νεοελλ. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • κακόσχημος — η, ο (Α κακόσχημος, ον) αυτός που έχει κακό σχήμα, κακοφτειαγμένος, ασουλούπωτος, δύσμορφος αρχ. κακοσχήμων*. απρεπής, άτοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. ετερό σχημος, μεγαλό σχημος] …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”