κακό-στομος

κακό-στομος

κακό-στομος, mit bösem Munde, schmähend, schmähsüchtig, λέσχαι Eur. I. A. 1001; – schlecht auszusprechen, übelklingend, Longin. 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτόστομος — η, ο (Α λεπτόστομος, ον) αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο * + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, κακό στομος] …   Dictionary of Greek

  • σαπρόστομος — ον, Α αυτός τού οποίου το στόμα αναδίδει δυσάρεστη οσμή, που πάσχει από κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, κακό στομος] …   Dictionary of Greek

  • ξηροστομία — Υπερβολική ξηρότητα του στόματος, που έχει σχέση με τη μείωση ή και την προσωρινή διακοπή της έκκρισης σάλιου. Παρατηρείται σε άτομα που πάσχουν από διαβήτη ή από εμπύρειες νόσους, μετά από χρήση ατροπίνης ή εξαιτίας της μεγάλης απώλειας υγρών… …   Dictionary of Greek

  • ορθοστομώ — ὀρθοστομῶ, έω (Μ) μιλώ ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στομῶ (< στομος < στόμα), πρβλ. κακο στομώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”