καμπυλόεις

καμπυλόεις

καμπυλόεις, εσσα, εν, = καμπύλος, ἴτυς ἀγκίστρων Iul. Aeg. 6 (VI, 28).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμπυλόεις — καμπυλόεις, εσσα, εν (Α) (ποιητ. τ.) καμπυλοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. όεις (πρβλ. ιμερ όεις, υαλ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • καμπυλόεντι — καμπυλόεις masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλόεσσαν — καμπυλόεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”