- καμπυλό-γραμμος
καμπυλό-γραμμος, krummlinig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπυλό-γραμμος, krummlinig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή («εὐθύγραμμος κίνησις» η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα) σχήμα που αποτελείται από ευθείες… … Dictionary of Greek