- καμπυλό-πρυμνος
καμπυλό-πρυμνος, mit gekrümmtem Hintertheil, Schol. Il. 2, 392, Apoll. L. H., Erkl. von κορωνίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπυλό-πρυμνος, mit gekrümmtem Hintertheil, Schol. Il. 2, 392, Apoll. L. H., Erkl. von κορωνίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλόπρυμνος — καλόπρυμνος, ον (Α) (σχόλ.) (για πλοίο) αυτός που έχει καλή, ωραία πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. καμπυλό πρυμνος, ορθό πρυμνος] … Dictionary of Greek