- καμπτικός
καμπτικός, zur Biegung gehörig, biegsam, φωνάριον Poll. 4, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπτικός, zur Biegung gehörig, biegsam, φωνάριον Poll. 4, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπτικός — καμπτικός, ή, όν (Α) [καμπτός] 1. αυτός που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος 2. (μτφ. για φωνή) εύστροφος 3. αυτός που γίνεται κατά την κάμψη («κίνησις ή καμπτική», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
καμπτικόν — καμπτικός bending masc acc sg καμπτικός bending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτικοῖς — καμπτικός bending masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτικήν — καμπτικός bending fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)