γναπτός, aufgekratzt, gewalkt, s. κναπτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γναπτός — ή, όν βλ. γναφτός … Dictionary of Greek
γναφτός — ή, ό και γναπτός, ή, όν (για δέρματα) κατεργασμένος … Dictionary of Greek