- γεῦσις
γεῦσις, ἡ, das Kostenlassen, der Geschmack, Arist. Eth. 3, 10; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεῦσις, ἡ, das Kostenlassen, der Geschmack, Arist. Eth. 3, 10; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεῦσις — sense of taste fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεῦσιν — γεῦσις sense of taste fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύσεσι — γεῦσις sense of taste fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύσεσιν — γεῦσις sense of taste fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύσιες — γεῦσις sense of taste fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύσιος — γεῦσις sense of taste fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύσει — γεύω give a taste aor subj act 3rd sg (epic) γεύω give a taste fut ind mid 2nd sg γεύω give a taste fut ind act 3rd sg γεῦσις sense of taste fem nom/voc/acc dual (attic epic) γεύσεϊ , γεῦσις sense of taste fem dat sg (epic) γεῦσις sense of taste… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
γεύσεις — γεύω give a taste aor subj act 2nd sg (epic) γεύω give a taste fut ind act 2nd sg γεῦσις sense of taste fem nom/voc pl (attic epic) γεῦσις sense of taste fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вкус — цслав. въкусъ γεῦσις. γεῦμα от кусить, гот. kausjan. •• [О знач., калькирующем франц. goût, см. Хюттль Ворт 86. – Т.] … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Parageusie — Klassifikation nach ICD 10 R43.2 Parageusie … Deutsch Wikipedia